Mr. Yellow
Πέρασμα στους αιώνες και την ιστορία
Για τις γραφικές γειτονιές της Πλάκας, τις Πλακιώτισσες και τους Πλακιώτες, τις εκκλησίες της περιοχής, τις πανέμορφες αυλές και τα αναφιώτικα σπίτια αναφέρεται στο βιβλίο του «Στην Αθήνα την παληά» ο Κώστας Δημητριάδης, εκδόσεις Εστία. Ας δούμε με τη ματιά του συγγραφέα την Πλάκα του 1945.
«Έχει τόση γοητεία η Πλάκα την ώρα του μενεξεδένιου Αττικού δειλινού.
Μας ξαναφέρνει -σαν το παληό κρασί- σ’ εκείνα τα όμορφα, τα ρωμαντικά χρόνια που ζήσαμε στις γραφικές ανηφοριές της, στις λουλουδιασμένες αυλές, στις ιστορικές εκκλησιές της, στις ανοιχτόκαρδες ταβέρνες της.
Να περπατά κανείς στα λιθόστρωτα στενά της Πλάκας είνε σα να περνάει ανάμεσα στους αιώνες και στην ιστορία.
Ολόγυρά τους, τα παληωμένα, κόκκινα, χρυσαφιά, μαβιά σπιτάκια, ξεθωριασμένα από τα χρόνια, εξαϋλωμένα σαν ψεύτικα.
Τι ομορφιά πώχουνε τα περασμένα. Και πώς μας φέρνουν τα αχνάρια τους στο νου κάτι ωραίους στίχους του αξέχαστου Λαπαθιώτη:
“Όταν βραδυάζει, μέσα μου ξυπνούν τα περασμένα
ξυπνούν αργά, σαν μουσικές νεκρές από καιρό
σαν μουσικές που χάθηκαν και που τις λαχταρώ
κι έρχονται πάλι μαγικά κι ανέλπιστα σ’ εμένα!”
Η Πλάκα ήταν η πιο αρχαία κι’ η πιο αρχοντική γειτονιά της Αθήνας. Ήταν η καρδιά της. Κι’ η ιστορία της είνε αληθινά δραματική.
Στους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς, πέρασε από τα πιο φριχτά μαρτύρια. Γνώρισε τα «γιαγκίνια» -εκείνες τις μεγάλες φωτιές, που τη ρημάζανε ολάκαιρη- τις σφαγές, τα γιουρούσια των αγαρηνών και των άλλων βαρβάρων κατακτητών του μεσαίωνα, τα παιδομαζώματα απ’ τους τούρκους, τις φοβερές επιδημίες της βλογιάς και της χολέρας!
Σε ωρισμένες κολώνες του Ολυμπίου Διός μα και του Θησείου, βρίσκονται ακόμα χαραγμένες οι ημερομηνίες των μεγάλων εκείνων καταστροφών της Αθήνας. Κι’ όμως! Η πλάκα, σαν ένας άλλος Εθνικός Φοίνικας, ξαναζωντάνευε πάντα μεσ’ από τη στάχτη της, και στ’ αρχοντικά της, και στις εκκλησιές της, διατηρούσε άσβεστη τη λαμπάδα, της ελπίδας, τόσους μαύρους αιώνες, για τη μεγάλη της Ανάσταση!»
Θρησκεία, Πατρίδα, Οικογένεια, Τιμή
Ήτανε τα τέσσερα σύμβολα, που γι’ αυτά ζούσαν και μοχθούσαν οι Αθηναίοι εκείνα τα μαρτυρικά χρόνια.
Η πιο μεγάλη ερήμωση της πολιτείας στάθηκε στα 1687, όταν οι Βενετσάνοι πάτησαν πρόσκαιρα την Αθήνα.
Οι περισσότεροι Αθηναίοι τότε εκπατρίστηκαν. Κι έμειναν στην κατακαημένη πόλη λιγοστοί μονάχα, οι πιο θαρραλέοι πατριώτες:
«Εκ των ευποροτέρων και δειλοτέρων τότε, γράφει στην ιστορία των Αθηνών ο Δημήτρης Καμπούρογλου, οι δυνάμενοι, ανεχώρησαν εις το εξωτερικόν. Αλλ’ οι ακραιφνείς πατριώται, οι αληθώς γενναίοι, εκ των εξεχόντων πολιτών, παρέμειναν εν Αθήναις, ενθαρρύνοντες και τους λοιπούς διά του ιδίου παραδείγματος και διδάσκοντες, ότι ο εγκαρτερών εν ταις συμφοραίς και καταστέλλων την εξεγειρομένην αγανάκτησιν, είνε ο πραγματικός ήρως!».
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Πλάκα, το κρυφό εκείνο ηφαίστειο του σκλαβωμένου Γένους, είδε να μεγαλώνει σ’ ένα από τα αρχοντικά της και την πανώρηα γειτονοπούλα της, τη Ρεγούλα Μπενιζέλου, που πνίγηκε ύστερα απ’ το μαρτυρικό της θάνατο, η Αθηναία Αγία Φιλοθέη.
Η Πλάκα φωλιασμένη με τις άλλες παληές γειτονιές, όπως του Μανοκαλούφτη, του Ροδακιού, της Σωτήρας του Κωτάκη, του Ριζόκαστρου, στον κόρφο της Ακρόπολης, περήφανα καμάρωνε ανάμεσα στα δοξασμένα Ελληνικά μάρμαρα και στις ιστορικές βυζαντινές εκκλησίες.
Την περιπλάνησή μας στις ολόδροσες ανηφοριές της Πλάκας προς τ’ Αναφιώτικα, τη φτωχική αυτή γειτονιά με τα μικρά νησιώτικα σπιτάκια -που τάχτιζαν… λαθραία τις νύχτες για κατοικίες τους οι Αναφιώτες μάστοροι της Αθήνας- αρχίσαμε από την Πύλη του Αδριανού, μια από τις επτά πύλες των Αθηνών επί της εποχής του Χασεκή.
Το πελώριο τόξο της πλαισιώνει την ομορφότερη εικόνα της Πλάκας, με την Ακρόπολη στο βάθος. Περάσαμε από την παλαιοτάτην εκκλησία της Αγίας Κατερίνας, με τ’ αρχαία της ερείπια, χαμηλά στο κηπάκι της, αφίσαμε τα γύρω σπιτάκια με τις τζαμαρίες, τις γρίλιες, τα μεγάλα πιθάρια, απ’ τα βυζαντινά τα χρόνια στις αυλές, τ’ αρχαία ανάγλυφα εντοιχισμένα πάνω από τις ξόπορτες, και σταματήσαμε στη γραφικότερη μικρή πλατεία της Παληάς Αθήνας, με το μοναδικό αρχαίο στολίδι της στη μέση:
Το φανάρι του Διογένη, όπως λέει ο λαός το περίκομψο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, και γύρω του ερειπωμένα φτωχά σπιτάκια -σαν σκηνογραφίες- δεντράκια, μια εκκλησούλα, δύο ταβέρνες. Ψηλά στο βάθος, μιαν ασύγκριτη, την ώρα αυτή του δειλινού εικόνα:
Ο άγριος βράχος της Ακρόπολη, που μοιάζει με φουρτουνιασμένη θάλασσα, κι’ επάνω του τ’ αρχαίο το τείχος, σαν μια πλώρη μυθικού καραβιού, να παλέβει με τα μανιασμένα κύματα.
Ο ίδιος ο ιερός βράχος στην κόχη του, δείχνει μιαν επιβλητική κατανομή αρχαίου, τη μορφή του Περικλή, όπως εξηγούσαν οι παληοί.
Οι αυλές…
Ολοκάθαρες. Ολόδροσες. Με τα βασιλικά. Τις ματζουράνες. Τις ορτανσίες. Τα κρινάκια. Τις γαζίες. Τα ρόδα. Τις γαρουφαλιές. Τ’ αγιοκλήματα. Τις κληματαριές!
Στ’ ασβεστωμένα κάτασπρα πεζούλια τους, το σούρουπο μαζευόντουσαν οι γρηούλες της γειτονιάς για το κουτσομπολιό… Κι’ οι Πλακιωτοπούλες; Όλες τους πρόσχαρες, γλυκές, χιλιοτραγουδισμένες.
…και οι εκκλησιές
Μεγάλες. Μικρές. Απόκρυφες. Ιδιωτικές. Με τ’ αρχαία τ’ ανάγλυφά τους. Τις παλιές ταφόπλακες πλάι στα γέρικα κυπαρίσσια τους. Τα κεντημένα καμπαναριά τους. Στ’ Αναφιώτικα, στο Ριζόκαστρο παντού. Τι ποίηση που θάχαν τα δειλινά των Χαιρετισμών της Παναγίας και της Μεγάλης Βδομάδας, στις ακολουθίες, όταν οι πιστοί άναβαν κρυφά το κεράκι τους και με μισόκλειστα μάτια ψέλνανε, όλοι μαζύ, τη μεγάλη ευκή της “Υπερμάχου Στρατηγού” για τη σκλαβωμένη τότε Αθήνα τους… Πόσες εκκλησίες, αλήθεια, στην Πλάκα…»
Η Τερέζα Μακρή, η Κόρη των Αθηνών, γεννήθηκε στου Ψυρρή στην οδό Αγυιάς (Σήμερα Αγίας Θέκλας 14), όμως μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Πλάκα, σ’ ένα σπίτι δίπλα στο μνημείο του Λυσικράτη. Ο λόρδος Byron, ο μεγάλος Άγγλος ρομαντικός ποιητής ταξιδεύει στην Ελλάδα το 1809 μαζί με το φίλο του John Cam Hobhouse. Εδώ γνώρισε την Κόρη των Αθηνών… Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1810-1821, τόμος Γ2, εκδόσεις Πιρόγα, σελ. 24 γράφει γι’ αυτόν τον έρωτα:
ΤΕΡΕΖΑ ΜΑΚΡΗ – ΛΟΡΔΟΣ BYRON
Ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε στα στενά της
«Θα φτάσει παραμονή Χριστουγέννων το 1809 στην Αθήνα.
Από τον συνοδοιπόρο του Hobhouse μαθαίνουμε πως οι νεαροί περιηγητές εγκαταστάθηκαν σε δύο διπλανά σπίτια και για να επικοινωνούν άνοιξαν μια πόρτα στον ενδιάμεσο τοίχο. Το ένα από τα συνεχόμενα σπίτια, σημειώνει ο Hobhouse, ήταν της Θεοδώρας Μακρή, κόρης του τελευταίου υποπρόξενου της Αγγλίας στην Αθήνα. (…)
Ο υποπρόξενος της Αγγλίας Προκόπης Μακρής ήταν γιος του Κερκυραίου γιατρού Μηνά Μακρή και της Αθηναίας Μαριάννας Μουρίκη. Ο γιατρός είχε και δύο κόρες, τη Θεοδωρούλα και την Ευτυχία. Ο Προκόπης παντρεύτηκε το 1794 την Ταρσία ή Ταρσίτσα Μπατίστα Βρεττού, 23 χρόνων, και απόχτησε τρεις κόρες, τη Μαριάννα ή Ντουντού, την Κατίγκω και την Τερέζα ή Θηρεσία ή Θήρζα. Ο πατέρας πέθανε το 1799 αφήνοντας απροστάτευτες τις τρεις “κονσολίνες” όπως τις έλεγαν οι Αθηναίοι. Η μικρότερη, η Τερέζα, ήταν η περιλάλητη Κόρη των Αθηνών.
Στο ισόγειο του σπιτιού, όπου εγκαταστάθηκε ο Byron, έμεναν η Μαριάννα Μακρή, η γιαγιά των κοριτσιών, η κόρη της Θεοδωρούλα, η νύφη της Ταρσία και οι τρεις εγγονές. Τις κάμαρες του πρώτου ορόφου τις νοίκιαζαν στους περιηγητές που περνούσαν από την Αθήνα. Ήταν το βασικό εισόδημα της οικογένειας μαζί με τα εργόχειρα των κοριτσιών. Το διπλανό σπίτι που νοίκιασε ο Hobhouse ήταν και αυτό της οικογένειας, κληρονομιά από τον παππού, τον γιατρό Μηνά Μακρή. Στο ίδιο σπίτι είχε εγκατασταθεί πριν τρία χρόνια ο Άγγλος περιηγητής Dodwell.
Η σπιτονοικοκυρά του λεγόταν Μήνα και ήταν μια γριά χήρα. Θα περνούσαμε καλά αν δεν έλειπαν οι ατελείωτες θρηνολογίες για τον γιο της, άλλοτε πρόξενο της Αγγλίας που είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Η κόρη της η Θεοδώρα ντυνόταν κομψά και μιλούσε άνετα αγγλικά. Αλλά με έκπληξή μου έμαθα πως δεν ήξερε ούτε να διαβάζη ούτε να γράφη.
Σ’ αυτό το σπίτι έμεινε ο Byron τρεις μήνες, ως την αναχώρησή του για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνώρισε την Τερέζα, την μικρότερη κόρη του Προκόπη Μακρή. Ήταν μόλις 12 χρόνων το 1809, όταν έφτασε στην Αθήνα ο ποιητής (η Κατίγκω 14 και η Μαριάννα 16). Για αυτό το κορίτσι έγραψε το πασίγνωστο ποίημα “κόρη των Αθηνών”.
Φαίνεται ωστόσο πως αυτός ο έρωτας, αποτελούσε μια απλή έξαψη στην ποιητική φαντασία του νεαρού περιηγητή και πως η Τερέζα ήταν ανυποψίαστη, τουλάχιστον στην πρώτη φάση. Βέβαιο είναι πάντως ότι αρχικά, τα ερωτικά αισθήματα του Byron δεν είχαν συγκεκριμένο στόχο. Έγραφε στο φίλο του Drury στις 10 Μαΐου 1810 όταν πια είχε εγκαταλείψει την Αθήνα και ταξίδευε στον Ελλήσποντο: “Παραλίγο να ξεχάσω να σου πω ότι πεθαίνω από έρωτα για τρία κορίτσια, τρεις αδερφές Ελληνίδες στην Αθήνα. Έμενα στο σπίτι τους. Τερέζα, Μαριάννα και Κατίγκω είναι τα ονόματα των τριών θεαινών. Κι’ όλες κάτω από τα δεκαπέντε”.
Από τις εξομολογήσεις αυτές φαίνεται ότι ο Byron ήταν απλώς ερωτευμένος αόριστα, όπως οι νέοι της ηλικίας του.
Το ότι πάλι ήταν ανυποψίαστη η κονσολίνα προκύπτει και από το επεισόδιο που αφηγήθηκε ο ίδιος ο Byron στον Moore. Για να εκφράσει τον έρωτά του στην Τερέζα στάθηκε μια μέρα κάτω από το παραθύρι της και με ένα στιλέτο μάτωσε το στέρνο του, “φιλοφροσύνη ερωτική που συνηθίζεται στην Ανατολή”. Η μικρή Αθηναία “παρακολούθησε τη χειρονομία με μεγάλη ψυχρότητα χωρίς να νοιώση γι’ αυτή την εκδήλωση, που αποτελούσε φόρο τιμής στην ομορφιά της, ούτε την ελάχιστη ευγνωμοσύνη”. (…)
Φαίνεται ότι το ειδικό ενδιαφέρον του Byron για την μικρότερη κόρη της Ταρσίας Μακρή εκδηλώθηκε μετά την επιστροφή του από το ταξίδι στη Σμύρνη και στην Πόλη. Επηρεασμένος ίσως ο ποιητής από τα μουσουλμανικά ήθη πρότεινε στη χήρα Μακρή να του παραχωρήση την κόρη της με χρηματική αντιπαροχή. Ένας από τους υπηρέτες του, ο Ντερβίς Ταχήρ, είχε κιόλας αγοράσει στην Αθήνα νόμιμα ένα κορίτσι εφαρμόζοντας προφανώς το κεπίν, ένα ιδιότυπο έθιμο του μουσουλμανικού οικογενειακού δικαίου. (…)
Ύστερα από την άρνηση της μητέρας ο ποιητής σκέφτηκε να οργανώσει την απαγωγή της Τερέζας και τότε η οικογένεια έσπευσε να τη φυγαδέψη σε γειτονικό συγγενικό σπίτι στους Roques. Αυτός φαίνεται πως ήταν ο λόγος που ο Byron εγκατέλειψε το σπίτι της Μακρή και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι των Καπουκίνων, πλάι στο μνημείο του Λυσικράτους. (…)
Αλήθεια ή ψέματα, γεγονός είναι ότι όλα αυτά είχαν επιπτώσεις στην υπόληψη του κοριτσιού μέσα στην στενή ελληνική κοινωνία της εποχής. Και μ’ όλο που το όνομά του και η μορφή του πέρασαν τα ελληνικά σύνορα έμεινε ανύπαντρος ως το 1830. Ήταν θύμα των διαδόσεων, θύμα της φήμης του.
Το 1821 η οικογένεια Μακρή θα καταφύγη στην Κέρκυρα όπου θα ζήση στα χρόνια του ξεσηκωμού. Η Τερέζα παντρεύτηκε το 1830, 33 χρονών πια, τον Άγγλο πρόξενο υπάλληλο James Black. Κατά περίεργη σύμπτωση και ο σύζυγος της Τερέζας πέθανε στο Μεσολόγγι, το 1868, 44 χρόνια ύστερα από τον Byron…».
Η περιοχή της Πλάκας είναι από τις πιο ελκυστικές γειτονιές της Αθήνας. Καθημερινά ξένοι αλλά και Έλληνες επισκέπτες περιδιαβαίνουν τα στενά της, ανηφορίζουν στους δρόμους με τα σκαλοπάτια, κοιτούν τα νεοκλασικά αρχοντικά, παρατηρούν τα σπίτια με τις γεμάτες μπουκαμβίλιες αυλές, στέκονται μπροστά στις πολλές και μικρές εκκλησιές, μαθαίνουν από τα μνημεία την ιστορία της περιοχής. Όταν μπαίνει κανείς στην Πλάκα για μια βόλτα είναι σαν να μπαίνει σε μια μηχανή, τη μηχανή του χρόνου…
Βόλτα με θέα τα μνημεία
Η Πλάκα συνορεύει νότια με τη συνοικία Μακρυγιάννη, ανατολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι.
Εμείς θα ξεκινήσουμε την περιήγησή μας στην περιοχή από το ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο) και την Πύλη του Αδριανού η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου των Αθηνών. Βρίσκεται επί της λεωφόρου Αμαλίας, έχει ύψος δεκαοχτώ μέτρων και αποτελεί μια θριαμβική αψίδα. Το μνημείο χτίστηκε από τους Αθηναίους που ήθελαν μ’ αυτό τον τρόπο να τιμήσουν τον ευεργέτη της πόλης, τον αυτοκράτορα Αδριανό. Το μνημείο εγκαινιάστηκε από τον ίδιο το 131 μ.Χ.
Λίγο πιο πάνω, στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων και Αμαλίας βρίσκεται ο ναός της Σωτήρας του Λυκοδήμου, πιο γνωστός ως Ρωσική εκκλησία. Η κατασκευή του τοποθετείται χρονολικά στις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ από το 19ο αιώνα είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα και αποτελεί τον ενοριακό ναό της ρωσικής παροικίας των Αθηνών. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης, η μεγαλοπρέπεια του οποίου καθηλώνει τους περιηγητές.
Αριστερά της Ρωσικής εκκλησίας βρίσκεται η Αγγλικανική, στη διασταύρωση των οδών Φιλελλήνων και Βασιλίσσης Αμαλίας και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Παύλο. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1838 και 1843. Από την πρώτη μέρα λειτουργίας της αποτελεί σημαντική εστία της αγγλόφωνης κοινότητας στην καρδιά της Αθήνας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, πριν κατευθυνθείτε προς την Κυδαθηναίων, σας προτείνουμε να περπατήσετε στην οδό Νίκης για να θαυμάσετε τόσο τα νεοκλασικά κτίρια όσο και να επισκεφτείτε το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδας το οποίο στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο της οδού Νίκης 39. Ιδρύθηκε το 1977 για να συλλέξει και να παρουσιάσει υλικό από την εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα. Η συλλογή του που εμπλουτίζεται συνεχώς περιλαμβάνει πολλά αντικείμενα, ενδύματα, φωτογραφίες, έγγραφα και αρχεία. Επίσης, διοργανώνονται ενδιαφέρουσες περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία…
Μπαίνοντας στην οδό Κυδαθηναίων η μηχανή του χρόνου σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή… στην εποχή που ακόμα λεγόταν «Ρούγα του Αλίκοκκου»…
Η οδός Κυδαθηναίων ξεκινά από τη Φιλελλήνων και καταλήγει στην Αδριανού. Το γραφικό πλακόστρωτο, η αρχιτεκτονική των κτιρίων αλλά και οι αξιόλογες οικογένειες που ζούσαν εκεί μαρτυρούν πως ο δρόμος αυτός έχει σπουδαία ιστορία. Ένα από τα ιστορικά σπίτια της οδού βρίσκεται στον αριθμό 9, γνωστό και ως οικία Σεφεριάδη. Εκεί έμενε κάποια χρόνια ο ακαδημαϊκός καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος. Το διώροφο μέγαρο που χτίστηκε στην δεκαετία του 1920 ανήκε στη σύζυγο του Τσάτσου Ιωάννα, κόρη Σεφεριάδη και αδερφή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Στο πρώτο πάτωμα είχε εγκαταστήσει το γραφείο του ο Στυλιανός Σεφεριάδης, ενώ στο ισόγειο ήταν το γραφείο του ποιητή. Λίγο πιο κάτω στον αριθμό 11-13, στο κτίριο με τις δύο τοξωτές εισόδους στεγάζεται το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Αξιόλογη είναι η εσωτερική πλευρά του κτιρίου, με το κλειστό χαγιάτι στον όροφο και την τοξωτή στοά στο ισόγειο.
Στον αριθμό 17 θα βρείτε το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης που στεγάζεται εκεί από το 1973. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει περίτεχνα κεντήματα, κεραμικά από τη Σκύρο και το Τσανάκ Κελέ, εξαιρετικά έργα αργυροχοΐας, έργα του Θεόφιλου Χατζημιχάλη.
Απέναντι ακριβώς, βρίσκεται η ιστορική εκκλησία του Σωτήρος (του Κοττάκη) γνωστή ως Αγία Σωτήρα με το μικρό καταπράσινο κήπο και τα ψηλά κυπαρίσσια.
Στην Κυδαθηναίων, επίσης στον αριθμό 27 της οδού βρίσκεται το αρχοντικό του Παπαρρηγόπουλου. Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος ήταν από τους πρώτους Φιλικούς και προσέφερε πολλές υπηρεσίες στην Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης και μετά. Στην ίδια οδό, λίγο πιο κάτω, στον αριθμό 20, είχε και άλλο σπίτι που έδωσε προίκα στην κόρη του. Κατεβαίνοντας την Κυδαθηναίων θα συναντήσετε την οδό Μονής Αστερίου, όπου στεγάζεται σε δύο νεοκλασικά κτίρια (Μονής Αστερίου 3 και 7) το μουσείο Φρυσίρα.
Επόμενος σταθμός η πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας. Πήρε το όνομά της από τη Φιλόμουσο Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1813 με σκοπό την προώθηση των ελληνικών σπουδών και τη διατήρηση των αρχαιολογικών θησαυρών της Αθήνας. Είναι η κεντρική πλατεία της περιοχής με πολλές καφετέριες και εστιατόρια. Απολαύστε τον καφέ σας για να συνεχίσουμε παρακάτω…
Ο Πύργος των Ανέμων
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Πύργος των Ανέμων στην Πλάκα, γνωστός ως «Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου» από το όνομα του αρχιτέκτονα του μνημείου και αστρονόμου Ανδρόνικου. Πρόκειται για ένα μικρό σχετικά οκτάπλευρο οικοδόμημα ενταγμένο στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο εσωτερικό του οποίου λειτουργούσε υδραυλικό ρολόι. Στην κορυφή της στέγης του, υπήρχε ένας μπρούντζινος Τρίτωνας που περιστρεφόταν σύμφωνα με τον πνέοντα άνεμο και έδειχνε με μπρούντζινο ραβδί έναν από τους οχτώ ανέμους, που απεικονίζονται προσωποποιημένοι στο πάνω τμήμα της καθεμίας από τις οκτώ πλευρές του οικοδομήματος.
Το φανάρι του Διογένη
Φεύγοντας από την πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας με κατεύθυνση το Μνημείο του Λυσικράτη, στη συμβολή των οδών Χαιρέφωντος και Λυσικράτους βρίσκεται η Αγία Αικατερίνη. Στο ίδιο σημείο δείτε και τα ερείπια ρωμαϊκού μνημείου.
Το μνημείο του Λυσικράτη, γνωστό και ως Φανάρι του Διογένους, βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία στην Πλάκα και πρόκειται για το καλύτερα σωζόμενο χορηγικό μνημείο στην Αθήνα. Κατασκευάστηκε το 334 π.Χ. από τον Λυσικράτη για να τοποθετήσει σ’ αυτό το έπαθλο της νίκης του ως χορηγού στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων εκείνης της χρονιάς.
Το μνημείο ενσωματώθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην αυλή του μοναστηριού των Καπουτσίνων (που αργότερα μετατράπηκε σε βιβλιοθήκη και ύστερα καταστράφηκε), κάτι που βοήθησε σημαντικά στη διατήρησή του μέχρι σήμερα.
Από τα Αναφιώτικα στο Ριζόκαστρο
Από το μνημείο του Λυσικράτη, αν κινηθείτε αριστερά, όποιον δρόμο και να ακολουθήσετε, με κατεύθυνση το λόφο της Ακρόπολης θα βρείτε την πολύ όμορφη και γραφική γειτονιά των Αναφιώτικων. Αξίζει να σταθείτε λίγο εδώ και να περιπλανηθείτε στα δρομάκια της περιοχής που θυμίζουν… Κυκλάδες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, αφού τη σημερινή τους μορφή την πήραν από τους Αναφιώτες μαστόρους που ανέλαβαν την οικοδόμηση της πόλης των Αθηνών τον 19ο αιώνα, επί Όθωνα. Στη συνέχεια επέλεξαν τη γειτονιά αυτή ως τόπο κατοικίας τους μεταφέροντας μαζί τους τις συνήθειες και τις τοπικές ιδιαιτερότητές τους. Τα στενά σοκάκια, τα χαμηλά σπίτια και οι μικρές εκκλησίες είναι ένα σύνολο εξαιρετικά ενδιαφέρον για κάθε επισκέπτη. Τα Αναφιώτικα, εκείνη την εποχή ορίζονταν από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη του Βράχου βορειανατολικά και του Αγίου Συμεών βορειοδυτικά. Κάτω από τα Αναφιώτικα, στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης, βρίσκεται η περιοχή που αποκαλούσαν Ριζόκαστρο. Τη ματιά στην οδό Πρυτανείου αιχμαλωτίζει ο Άγιος Νικόλαος ο Ραγκαβάς. Θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα βυζαντινά μνημεία της πόλης των Αθηνών. Ο ναός χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα και χτίστηκε από τον Λουκά Ραγκαβά, και πιθανότατα τοποθετήθηκε η πρώτη καμπάνα, που απέκτησε ναός των Αθηνών μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος. Λίγο πιο πάνω στην ίδια περιοχή βρίσκεται το Μετόχι του Πανάγιου Τάφου. Οι Άγιοι Ανάργυροι είναι μία από τις πιο γνωστές εκκλησίες της Αθήνας, κυρίως γιατί συνδέεται στενά με τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Τελευταία μας στάση, στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (λειτούργησε το 1837), επί της οδού Θόλου, που αρχικά ήταν οικία του αρχιτέκτονα Κλεάνθη. Σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο του Πανεπιστημίου.
Πέρασμα στους αιώνες και την ιστορία
Για τις γραφικές γειτονιές της Πλάκας, τις Πλακιώτισσες και τους Πλακιώτες, τις εκκλησίες της περιοχής, τις πανέμορφες αυλές και τα αναφιώτικα σπίτια αναφέρεται στο βιβλίο του «Στην Αθήνα την παληά» ο Κώστας Δημητριάδης, εκδόσεις Εστία. Ας δούμε με τη ματιά του συγγραφέα την Πλάκα του 1945.
«Έχει τόση γοητεία η Πλάκα την ώρα του μενεξεδένιου Αττικού δειλινού.
Μας ξαναφέρνει -σαν το παληό κρασί- σ’ εκείνα τα όμορφα, τα ρωμαντικά χρόνια που ζήσαμε στις γραφικές ανηφοριές της, στις λουλουδιασμένες αυλές, στις ιστορικές εκκλησιές της, στις ανοιχτόκαρδες ταβέρνες της.
Να περπατά κανείς στα λιθόστρωτα στενά της Πλάκας είνε σα να περνάει ανάμεσα στους αιώνες και στην ιστορία.
Ολόγυρά τους, τα παληωμένα, κόκκινα, χρυσαφιά, μαβιά σπιτάκια, ξεθωριασμένα από τα χρόνια, εξαϋλωμένα σαν ψεύτικα.
Τι ομορφιά πώχουνε τα περασμένα. Και πώς μας φέρνουν τα αχνάρια τους στο νου κάτι ωραίους στίχους του αξέχαστου Λαπαθιώτη:
“Όταν βραδυάζει, μέσα μου ξυπνούν τα περασμένα
ξυπνούν αργά, σαν μουσικές νεκρές από καιρό
σαν μουσικές που χάθηκαν και που τις λαχταρώ
κι έρχονται πάλι μαγικά κι ανέλπιστα σ’ εμένα!”
Η Πλάκα ήταν η πιο αρχαία κι’ η πιο αρχοντική γειτονιά της Αθήνας. Ήταν η καρδιά της. Κι’ η ιστορία της είνε αληθινά δραματική.
Στους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς, πέρασε από τα πιο φριχτά μαρτύρια. Γνώρισε τα «γιαγκίνια» -εκείνες τις μεγάλες φωτιές, που τη ρημάζανε ολάκαιρη- τις σφαγές, τα γιουρούσια των αγαρηνών και των άλλων βαρβάρων κατακτητών του μεσαίωνα, τα παιδομαζώματα απ’ τους τούρκους, τις φοβερές επιδημίες της βλογιάς και της χολέρας!
Σε ωρισμένες κολώνες του Ολυμπίου Διός μα και του Θησείου, βρίσκονται ακόμα χαραγμένες οι ημερομηνίες των μεγάλων εκείνων καταστροφών της Αθήνας. Κι’ όμως! Η πλάκα, σαν ένας άλλος Εθνικός Φοίνικας, ξαναζωντάνευε πάντα μεσ’ από τη στάχτη της, και στ’ αρχοντικά της, και στις εκκλησιές της, διατηρούσε άσβεστη τη λαμπάδα, της ελπίδας, τόσους μαύρους αιώνες, για τη μεγάλη της Ανάσταση!»
Θρησκεία, Πατρίδα, Οικογένεια, Τιμή
Ήτανε τα τέσσερα σύμβολα, που γι’ αυτά ζούσαν και μοχθούσαν οι Αθηναίοι εκείνα τα μαρτυρικά χρόνια.
Η πιο μεγάλη ερήμωση της πολιτείας στάθηκε στα 1687, όταν οι Βενετσάνοι πάτησαν πρόσκαιρα την Αθήνα.
Οι περισσότεροι Αθηναίοι τότε εκπατρίστηκαν. Κι έμειναν στην κατακαημένη πόλη λιγοστοί μονάχα, οι πιο θαρραλέοι πατριώτες:
«Εκ των ευποροτέρων και δειλοτέρων τότε, γράφει στην ιστορία των Αθηνών ο Δημήτρης Καμπούρογλου, οι δυνάμενοι, ανεχώρησαν εις το εξωτερικόν. Αλλ’ οι ακραιφνείς πατριώται, οι αληθώς γενναίοι, εκ των εξεχόντων πολιτών, παρέμειναν εν Αθήναις, ενθαρρύνοντες και τους λοιπούς διά του ιδίου παραδείγματος και διδάσκοντες, ότι ο εγκαρτερών εν ταις συμφοραίς και καταστέλλων την εξεγειρομένην αγανάκτησιν, είνε ο πραγματικός ήρως!».
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Πλάκα, το κρυφό εκείνο ηφαίστειο του σκλαβωμένου Γένους, είδε να μεγαλώνει σ’ ένα από τα αρχοντικά της και την πανώρηα γειτονοπούλα της, τη Ρεγούλα Μπενιζέλου, που πνίγηκε ύστερα απ’ το μαρτυρικό της θάνατο, η Αθηναία Αγία Φιλοθέη.
Η Πλάκα φωλιασμένη με τις άλλες παληές γειτονιές, όπως του Μανοκαλούφτη, του Ροδακιού, της Σωτήρας του Κωτάκη, του Ριζόκαστρου, στον κόρφο της Ακρόπολης, περήφανα καμάρωνε ανάμεσα στα δοξασμένα Ελληνικά μάρμαρα και στις ιστορικές βυζαντινές εκκλησίες.
Την περιπλάνησή μας στις ολόδροσες ανηφοριές της Πλάκας προς τ’ Αναφιώτικα, τη φτωχική αυτή γειτονιά με τα μικρά νησιώτικα σπιτάκια -που τάχτιζαν… λαθραία τις νύχτες για κατοικίες τους οι Αναφιώτες μάστοροι της Αθήνας- αρχίσαμε από την Πύλη του Αδριανού, μια από τις επτά πύλες των Αθηνών επί της εποχής του Χασεκή.
Το πελώριο τόξο της πλαισιώνει την ομορφότερη εικόνα της Πλάκας, με την Ακρόπολη στο βάθος. Περάσαμε από την παλαιοτάτην εκκλησία της Αγίας Κατερίνας, με τ’ αρχαία της ερείπια, χαμηλά στο κηπάκι της, αφίσαμε τα γύρω σπιτάκια με τις τζαμαρίες, τις γρίλιες, τα μεγάλα πιθάρια, απ’ τα βυζαντινά τα χρόνια στις αυλές, τ’ αρχαία ανάγλυφα εντοιχισμένα πάνω από τις ξόπορτες, και σταματήσαμε στη γραφικότερη μικρή πλατεία της Παληάς Αθήνας, με το μοναδικό αρχαίο στολίδι της στη μέση:
Το φανάρι του Διογένη, όπως λέει ο λαός το περίκομψο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, και γύρω του ερειπωμένα φτωχά σπιτάκια -σαν σκηνογραφίες- δεντράκια, μια εκκλησούλα, δύο ταβέρνες. Ψηλά στο βάθος, μιαν ασύγκριτη, την ώρα αυτή του δειλινού εικόνα:
Ο άγριος βράχος της Ακρόπολη, που μοιάζει με φουρτουνιασμένη θάλασσα, κι’ επάνω του τ’ αρχαίο το τείχος, σαν μια πλώρη μυθικού καραβιού, να παλέβει με τα μανιασμένα κύματα.
Ο ίδιος ο ιερός βράχος στην κόχη του, δείχνει μιαν επιβλητική κατανομή αρχαίου, τη μορφή του Περικλή, όπως εξηγούσαν οι παληοί.
Οι αυλές…
Ολοκάθαρες. Ολόδροσες. Με τα βασιλικά. Τις ματζουράνες. Τις ορτανσίες. Τα κρινάκια. Τις γαζίες. Τα ρόδα. Τις γαρουφαλιές. Τ’ αγιοκλήματα. Τις κληματαριές!
Στ’ ασβεστωμένα κάτασπρα πεζούλια τους, το σούρουπο μαζευόντουσαν οι γρηούλες της γειτονιάς για το κουτσομπολιό… Κι’ οι Πλακιωτοπούλες; Όλες τους πρόσχαρες, γλυκές, χιλιοτραγουδισμένες.
…και οι εκκλησιές
Μεγάλες. Μικρές. Απόκρυφες. Ιδιωτικές. Με τ’ αρχαία τ’ ανάγλυφά τους. Τις παλιές ταφόπλακες πλάι στα γέρικα κυπαρίσσια τους. Τα κεντημένα καμπαναριά τους. Στ’ Αναφιώτικα, στο Ριζόκαστρο παντού. Τι ποίηση που θάχαν τα δειλινά των Χαιρετισμών της Παναγίας και της Μεγάλης Βδομάδας, στις ακολουθίες, όταν οι πιστοί άναβαν κρυφά το κεράκι τους και με μισόκλειστα μάτια ψέλνανε, όλοι μαζύ, τη μεγάλη ευκή της “Υπερμάχου Στρατηγού” για τη σκλαβωμένη τότε Αθήνα τους… Πόσες εκκλησίες, αλήθεια, στην Πλάκα…»
Η Τερέζα Μακρή, η Κόρη των Αθηνών, γεννήθηκε στου Ψυρρή στην οδό Αγυιάς (Σήμερα Αγίας Θέκλας 14), όμως μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Πλάκα, σ’ ένα σπίτι δίπλα στο μνημείο του Λυσικράτη. Ο λόρδος Byron, ο μεγάλος Άγγλος ρομαντικός ποιητής ταξιδεύει στην Ελλάδα το 1809 μαζί με το φίλο του John Cam Hobhouse. Εδώ γνώρισε την Κόρη των Αθηνών… Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1810-1821, τόμος Γ2, εκδόσεις Πιρόγα, σελ. 24 γράφει γι’ αυτόν τον έρωτα:
ΤΕΡΕΖΑ ΜΑΚΡΗ – ΛΟΡΔΟΣ BYRON
Ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε στα στενά της
«Θα φτάσει παραμονή Χριστουγέννων το 1809 στην Αθήνα.
Από τον συνοδοιπόρο του Hobhouse μαθαίνουμε πως οι νεαροί περιηγητές εγκαταστάθηκαν σε δύο διπλανά σπίτια και για να επικοινωνούν άνοιξαν μια πόρτα στον ενδιάμεσο τοίχο. Το ένα από τα συνεχόμενα σπίτια, σημειώνει ο Hobhouse, ήταν της Θεοδώρας Μακρή, κόρης του τελευταίου υποπρόξενου της Αγγλίας στην Αθήνα. (…)
Ο υποπρόξενος της Αγγλίας Προκόπης Μακρής ήταν γιος του Κερκυραίου γιατρού Μηνά Μακρή και της Αθηναίας Μαριάννας Μουρίκη. Ο γιατρός είχε και δύο κόρες, τη Θεοδωρούλα και την Ευτυχία. Ο Προκόπης παντρεύτηκε το 1794 την Ταρσία ή Ταρσίτσα Μπατίστα Βρεττού, 23 χρόνων, και απόχτησε τρεις κόρες, τη Μαριάννα ή Ντουντού, την Κατίγκω και την Τερέζα ή Θηρεσία ή Θήρζα. Ο πατέρας πέθανε το 1799 αφήνοντας απροστάτευτες τις τρεις “κονσολίνες” όπως τις έλεγαν οι Αθηναίοι. Η μικρότερη, η Τερέζα, ήταν η περιλάλητη Κόρη των Αθηνών.
Στο ισόγειο του σπιτιού, όπου εγκαταστάθηκε ο Byron, έμεναν η Μαριάννα Μακρή, η γιαγιά των κοριτσιών, η κόρη της Θεοδωρούλα, η νύφη της Ταρσία και οι τρεις εγγονές. Τις κάμαρες του πρώτου ορόφου τις νοίκιαζαν στους περιηγητές που περνούσαν από την Αθήνα. Ήταν το βασικό εισόδημα της οικογένειας μαζί με τα εργόχειρα των κοριτσιών. Το διπλανό σπίτι που νοίκιασε ο Hobhouse ήταν και αυτό της οικογένειας, κληρονομιά από τον παππού, τον γιατρό Μηνά Μακρή. Στο ίδιο σπίτι είχε εγκατασταθεί πριν τρία χρόνια ο Άγγλος περιηγητής Dodwell.
Η σπιτονοικοκυρά του λεγόταν Μήνα και ήταν μια γριά χήρα. Θα περνούσαμε καλά αν δεν έλειπαν οι ατελείωτες θρηνολογίες για τον γιο της, άλλοτε πρόξενο της Αγγλίας που είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Η κόρη της η Θεοδώρα ντυνόταν κομψά και μιλούσε άνετα αγγλικά. Αλλά με έκπληξή μου έμαθα πως δεν ήξερε ούτε να διαβάζη ούτε να γράφη.
Σ’ αυτό το σπίτι έμεινε ο Byron τρεις μήνες, ως την αναχώρησή του για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνώρισε την Τερέζα, την μικρότερη κόρη του Προκόπη Μακρή. Ήταν μόλις 12 χρόνων το 1809, όταν έφτασε στην Αθήνα ο ποιητής (η Κατίγκω 14 και η Μαριάννα 16). Για αυτό το κορίτσι έγραψε το πασίγνωστο ποίημα “κόρη των Αθηνών”.
Φαίνεται ωστόσο πως αυτός ο έρωτας, αποτελούσε μια απλή έξαψη στην ποιητική φαντασία του νεαρού περιηγητή και πως η Τερέζα ήταν ανυποψίαστη, τουλάχιστον στην πρώτη φάση. Βέβαιο είναι πάντως ότι αρχικά, τα ερωτικά αισθήματα του Byron δεν είχαν συγκεκριμένο στόχο. Έγραφε στο φίλο του Drury στις 10 Μαΐου 1810 όταν πια είχε εγκαταλείψει την Αθήνα και ταξίδευε στον Ελλήσποντο: “Παραλίγο να ξεχάσω να σου πω ότι πεθαίνω από έρωτα για τρία κορίτσια, τρεις αδερφές Ελληνίδες στην Αθήνα. Έμενα στο σπίτι τους. Τερέζα, Μαριάννα και Κατίγκω είναι τα ονόματα των τριών θεαινών. Κι’ όλες κάτω από τα δεκαπέντε”.
Από τις εξομολογήσεις αυτές φαίνεται ότι ο Byron ήταν απλώς ερωτευμένος αόριστα, όπως οι νέοι της ηλικίας του.
Το ότι πάλι ήταν ανυποψίαστη η κονσολίνα προκύπτει και από το επεισόδιο που αφηγήθηκε ο ίδιος ο Byron στον Moore. Για να εκφράσει τον έρωτά του στην Τερέζα στάθηκε μια μέρα κάτω από το παραθύρι της και με ένα στιλέτο μάτωσε το στέρνο του, “φιλοφροσύνη ερωτική που συνηθίζεται στην Ανατολή”. Η μικρή Αθηναία “παρακολούθησε τη χειρονομία με μεγάλη ψυχρότητα χωρίς να νοιώση γι’ αυτή την εκδήλωση, που αποτελούσε φόρο τιμής στην ομορφιά της, ούτε την ελάχιστη ευγνωμοσύνη”. (…)
Φαίνεται ότι το ειδικό ενδιαφέρον του Byron για την μικρότερη κόρη της Ταρσίας Μακρή εκδηλώθηκε μετά την επιστροφή του από το ταξίδι στη Σμύρνη και στην Πόλη. Επηρεασμένος ίσως ο ποιητής από τα μουσουλμανικά ήθη πρότεινε στη χήρα Μακρή να του παραχωρήση την κόρη της με χρηματική αντιπαροχή. Ένας από τους υπηρέτες του, ο Ντερβίς Ταχήρ, είχε κιόλας αγοράσει στην Αθήνα νόμιμα ένα κορίτσι εφαρμόζοντας προφανώς το κεπίν, ένα ιδιότυπο έθιμο του μουσουλμανικού οικογενειακού δικαίου. (…)
Ύστερα από την άρνηση της μητέρας ο ποιητής σκέφτηκε να οργανώσει την απαγωγή της Τερέζας και τότε η οικογένεια έσπευσε να τη φυγαδέψη σε γειτονικό συγγενικό σπίτι στους Roques. Αυτός φαίνεται πως ήταν ο λόγος που ο Byron εγκατέλειψε το σπίτι της Μακρή και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι των Καπουκίνων, πλάι στο μνημείο του Λυσικράτους. (…)
Αλήθεια ή ψέματα, γεγονός είναι ότι όλα αυτά είχαν επιπτώσεις στην υπόληψη του κοριτσιού μέσα στην στενή ελληνική κοινωνία της εποχής. Και μ’ όλο που το όνομά του και η μορφή του πέρασαν τα ελληνικά σύνορα έμεινε ανύπαντρος ως το 1830. Ήταν θύμα των διαδόσεων, θύμα της φήμης του.
Το 1821 η οικογένεια Μακρή θα καταφύγη στην Κέρκυρα όπου θα ζήση στα χρόνια του ξεσηκωμού. Η Τερέζα παντρεύτηκε το 1830, 33 χρονών πια, τον Άγγλο πρόξενο υπάλληλο James Black. Κατά περίεργη σύμπτωση και ο σύζυγος της Τερέζας πέθανε στο Μεσολόγγι, το 1868, 44 χρόνια ύστερα από τον Byron…».
Η περιοχή της Πλάκας είναι από τις πιο ελκυστικές γειτονιές της Αθήνας. Καθημερινά ξένοι αλλά και Έλληνες επισκέπτες περιδιαβαίνουν τα στενά της, ανηφορίζουν στους δρόμους με τα σκαλοπάτια, κοιτούν τα νεοκλασικά αρχοντικά, παρατηρούν τα σπίτια με τις γεμάτες μπουκαμβίλιες αυλές, στέκονται μπροστά στις πολλές και μικρές εκκλησιές, μαθαίνουν από τα μνημεία την ιστορία της περιοχής. Όταν μπαίνει κανείς στην Πλάκα για μια βόλτα είναι σαν να μπαίνει σε μια μηχανή, τη μηχανή του χρόνου…
Βόλτα με θέα τα μνημεία
Η Πλάκα συνορεύει νότια με τη συνοικία Μακρυγιάννη, ανατολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι.
Εμείς θα ξεκινήσουμε την περιήγησή μας στην περιοχή από το ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο) και την Πύλη του Αδριανού η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου των Αθηνών. Βρίσκεται επί της λεωφόρου Αμαλίας, έχει ύψος δεκαοχτώ μέτρων και αποτελεί μια θριαμβική αψίδα. Το μνημείο χτίστηκε από τους Αθηναίους που ήθελαν μ’ αυτό τον τρόπο να τιμήσουν τον ευεργέτη της πόλης, τον αυτοκράτορα Αδριανό. Το μνημείο εγκαινιάστηκε από τον ίδιο το 131 μ.Χ.
Λίγο πιο πάνω, στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων και Αμαλίας βρίσκεται ο ναός της Σωτήρας του Λυκοδήμου, πιο γνωστός ως Ρωσική εκκλησία. Η κατασκευή του τοποθετείται χρονολικά στις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ από το 19ο αιώνα είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα και αποτελεί τον ενοριακό ναό της ρωσικής παροικίας των Αθηνών. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης, η μεγαλοπρέπεια του οποίου καθηλώνει τους περιηγητές.
Αριστερά της Ρωσικής εκκλησίας βρίσκεται η Αγγλικανική, στη διασταύρωση των οδών Φιλελλήνων και Βασιλίσσης Αμαλίας και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Παύλο. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1838 και 1843. Από την πρώτη μέρα λειτουργίας της αποτελεί σημαντική εστία της αγγλόφωνης κοινότητας στην καρδιά της Αθήνας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, πριν κατευθυνθείτε προς την Κυδαθηναίων, σας προτείνουμε να περπατήσετε στην οδό Νίκης για να θαυμάσετε τόσο τα νεοκλασικά κτίρια όσο και να επισκεφτείτε το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδας το οποίο στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο της οδού Νίκης 39. Ιδρύθηκε το 1977 για να συλλέξει και να παρουσιάσει υλικό από την εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα. Η συλλογή του που εμπλουτίζεται συνεχώς περιλαμβάνει πολλά αντικείμενα, ενδύματα, φωτογραφίες, έγγραφα και αρχεία. Επίσης, διοργανώνονται ενδιαφέρουσες περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία…
Μπαίνοντας στην οδό Κυδαθηναίων η μηχανή του χρόνου σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή… στην εποχή που ακόμα λεγόταν «Ρούγα του Αλίκοκκου»…
Η οδός Κυδαθηναίων ξεκινά από τη Φιλελλήνων και καταλήγει στην Αδριανού. Το γραφικό πλακόστρωτο, η αρχιτεκτονική των κτιρίων αλλά και οι αξιόλογες οικογένειες που ζούσαν εκεί μαρτυρούν πως ο δρόμος αυτός έχει σπουδαία ιστορία. Ένα από τα ιστορικά σπίτια της οδού βρίσκεται στον αριθμό 9, γνωστό και ως οικία Σεφεριάδη. Εκεί έμενε κάποια χρόνια ο ακαδημαϊκός καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος. Το διώροφο μέγαρο που χτίστηκε στην δεκαετία του 1920 ανήκε στη σύζυγο του Τσάτσου Ιωάννα, κόρη Σεφεριάδη και αδερφή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Στο πρώτο πάτωμα είχε εγκαταστήσει το γραφείο του ο Στυλιανός Σεφεριάδης, ενώ στο ισόγειο ήταν το γραφείο του ποιητή. Λίγο πιο κάτω στον αριθμό 11-13, στο κτίριο με τις δύο τοξωτές εισόδους στεγάζεται το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Αξιόλογη είναι η εσωτερική πλευρά του κτιρίου, με το κλειστό χαγιάτι στον όροφο και την τοξωτή στοά στο ισόγειο.
Στον αριθμό 17 θα βρείτε το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης που στεγάζεται εκεί από το 1973. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει περίτεχνα κεντήματα, κεραμικά από τη Σκύρο και το Τσανάκ Κελέ, εξαιρετικά έργα αργυροχοΐας, έργα του Θεόφιλου Χατζημιχάλη.
Απέναντι ακριβώς, βρίσκεται η ιστορική εκκλησία του Σωτήρος (του Κοττάκη) γνωστή ως Αγία Σωτήρα με το μικρό καταπράσινο κήπο και τα ψηλά κυπαρίσσια.
Στην Κυδαθηναίων, επίσης στον αριθμό 27 της οδού βρίσκεται το αρχοντικό του Παπαρρηγόπουλου. Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος ήταν από τους πρώτους Φιλικούς και προσέφερε πολλές υπηρεσίες στην Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης και μετά. Στην ίδια οδό, λίγο πιο κάτω, στον αριθμό 20, είχε και άλλο σπίτι που έδωσε προίκα στην κόρη του. Κατεβαίνοντας την Κυδαθηναίων θα συναντήσετε την οδό Μονής Αστερίου, όπου στεγάζεται σε δύο νεοκλασικά κτίρια (Μονής Αστερίου 3 και 7) το μουσείο Φρυσίρα.
Επόμενος σταθμός η πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας. Πήρε το όνομά της από τη Φιλόμουσο Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1813 με σκοπό την προώθηση των ελληνικών σπουδών και τη διατήρηση των αρχαιολογικών θησαυρών της Αθήνας. Είναι η κεντρική πλατεία της περιοχής με πολλές καφετέριες και εστιατόρια. Απολαύστε τον καφέ σας για να συνεχίσουμε παρακάτω…
Ο Πύργος των Ανέμων
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Πύργος των Ανέμων στην Πλάκα, γνωστός ως «Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου» από το όνομα του αρχιτέκτονα του μνημείου και αστρονόμου Ανδρόνικου. Πρόκειται για ένα μικρό σχετικά οκτάπλευρο οικοδόμημα ενταγμένο στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο εσωτερικό του οποίου λειτουργούσε υδραυλικό ρολόι. Στην κορυφή της στέγης του, υπήρχε ένας μπρούντζινος Τρίτωνας που περιστρεφόταν σύμφωνα με τον πνέοντα άνεμο και έδειχνε με μπρούντζινο ραβδί έναν από τους οχτώ ανέμους, που απεικονίζονται προσωποποιημένοι στο πάνω τμήμα της καθεμίας από τις οκτώ πλευρές του οικοδομήματος.
Το φανάρι του Διογένη
Φεύγοντας από την πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας με κατεύθυνση το Μνημείο του Λυσικράτη, στη συμβολή των οδών Χαιρέφωντος και Λυσικράτους βρίσκεται η Αγία Αικατερίνη. Στο ίδιο σημείο δείτε και τα ερείπια ρωμαϊκού μνημείου.
Το μνημείο του Λυσικράτη, γνωστό και ως Φανάρι του Διογένους, βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία στην Πλάκα και πρόκειται για το καλύτερα σωζόμενο χορηγικό μνημείο στην Αθήνα. Κατασκευάστηκε το 334 π.Χ. από τον Λυσικράτη για να τοποθετήσει σ’ αυτό το έπαθλο της νίκης του ως χορηγού στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων εκείνης της χρονιάς.
Το μνημείο ενσωματώθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην αυλή του μοναστηριού των Καπουτσίνων (που αργότερα μετατράπηκε σε βιβλιοθήκη και ύστερα καταστράφηκε), κάτι που βοήθησε σημαντικά στη διατήρησή του μέχρι σήμερα.
Από τα Αναφιώτικα στο Ριζόκαστρο
Από το μνημείο του Λυσικράτη, αν κινηθείτε αριστερά, όποιον δρόμο και να ακολουθήσετε, με κατεύθυνση το λόφο της Ακρόπολης θα βρείτε την πολύ όμορφη και γραφική γειτονιά των Αναφιώτικων. Αξίζει να σταθείτε λίγο εδώ και να περιπλανηθείτε στα δρομάκια της περιοχής που θυμίζουν… Κυκλάδες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, αφού τη σημερινή τους μορφή την πήραν από τους Αναφιώτες μαστόρους που ανέλαβαν την οικοδόμηση της πόλης των Αθηνών τον 19ο αιώνα, επί Όθωνα. Στη συνέχεια επέλεξαν τη γειτονιά αυτή ως τόπο κατοικίας τους μεταφέροντας μαζί τους τις συνήθειες και τις τοπικές ιδιαιτερότητές τους. Τα στενά σοκάκια, τα χαμηλά σπίτια και οι μικρές εκκλησίες είναι ένα σύνολο εξαιρετικά ενδιαφέρον για κάθε επισκέπτη. Τα Αναφιώτικα, εκείνη την εποχή ορίζονταν από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη του Βράχου βορειανατολικά και του Αγίου Συμεών βορειοδυτικά. Κάτω από τα Αναφιώτικα, στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης, βρίσκεται η περιοχή που αποκαλούσαν Ριζόκαστρο. Τη ματιά στην οδό Πρυτανείου αιχμαλωτίζει ο Άγιος Νικόλαος ο Ραγκαβάς. Θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα βυζαντινά μνημεία της πόλης των Αθηνών. Ο ναός χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα και χτίστηκε από τον Λουκά Ραγκαβά, και πιθανότατα τοποθετήθηκε η πρώτη καμπάνα, που απέκτησε ναός των Αθηνών μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος. Λίγο πιο πάνω στην ίδια περιοχή βρίσκεται το Μετόχι του Πανάγιου Τάφου. Οι Άγιοι Ανάργυροι είναι μία από τις πιο γνωστές εκκλησίες της Αθήνας, κυρίως γιατί συνδέεται στενά με τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Τελευταία μας στάση, στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (λειτούργησε το 1837), επί της οδού Θόλου, που αρχικά ήταν οικία του αρχιτέκτονα Κλεάνθη. Σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο του Πανεπιστημίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου